- φοβερός
- -ή, -ό / φοβερός, -ά, -όν, ΝΜΑ(με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ.β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.)νεοελλ.αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός, φρικιαστικός, αποτρόπαιος («φοβερό έγκλημα»)νεοελλ.-μσν.εκπληκτικός, καταπληκτικός, εξαιρετικός, αξιοθαύμαστος (α. «φοβερός δρομέας» β. «έχει φοβερή μνήμη» γ. «ἀνὴρ φοβερὸς ἐν σοφίᾳ», Μαλάλ. Ι.δ. «φοβερὰ φιλοτιμία», Μαλάλ. Ι.)αρχ.1. αυτός τον οποίο αναλογίζεται κανείς με φόβο, με δέος («οὐ γὰρ ἦν ὁ διαλύσων οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός», Θουκ.)2. αυτός που εμπνέει ανησυχία («ἵππος... φοβερὸς... μὴ ἀνήκεστόν τι ποιήσῃ», Ξεν.)3. (για πρόσ.) αυτός για τον οποίο φοβάται κανείς ότι θα κάνει κάτι («ἐγένοντο φοβεροὶ τοῑς ὑπεναντίοις ὡς πολλοὺς ἀποκτενοῡντες», Πλούτ.)4. (με παθ. σημ.) αυτός που κατέχεται από φόβο, φοβισμένος5. δειλός, φοβητσιάρης6. (για καταστάσεις) αυτός που προκλήθηκε από φόβο7. αυτός που διενεργείται με φόβο («οἷα ἐν νυκτερινῇ καὶ φοβερᾷ ἀναχωρήσει», Θουκ.)8. (για σκέψεις) ανήσυχος («πολλῶν καὶ φοβερῶν φροντίδων», Πλάτ.)9. (για ύφος) αυτός που προξενεί ζωηρή εντύπωση, επιβλητικός10. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοβερόνο φόβος11. φρ. «φοβερόν [ἐστι] μὴ...» — υπάρχει εύλογη αιτία να φοβάται κανείς μήπως γίνει κάτι.επίρρ...φοβερώς / φοβερῶς, ΝΜΑ, και φοβερά Ν1. με φοβερό τρόπο, με τρόπο που εμπνέει φόβο2. σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικάαρχ.με τρόπο που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φόβος + επίθημα -ερός (πρβλ. νο-ερός, φθον-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.